- υδραργυρισμός
- ο, Νιατρ. η υδραργυρίαση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrargyrisme < νεολατ. hydrargyrum (βλ. λ. υδράργυρος) + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδραργυρίαση — η, Ν ιατρ. επαγγελματική και, σπανιότερα, φαρμακευτική νόσος, που συνίσταται σε βραδεία δηλητηρίαση από υδράργυρο, αλλ. υδραργυρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδράργυρος + ίαση*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑδραργυρίασις, μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν.… … Dictionary of Greek
υδραργυρίαση — η και υδραργυρισμός, ο δηλητηρίαση με υδράργυρο ή με τα προϊόντα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδραργύρωση — η 1. επίχριση με υδράργυρο. 2. υδραργυρίαση, υδραργυρισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)